Δυσάρεστος στα ουγγρικά

Μετάφραση: δυσάρεστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálátlan, ellenszenves, kellemetlen, a kellemetlen, kellemetlennek, kellemetlenkedő
Δυσάρεστος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσάρεστος

δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δυσάρεστος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • δυνατός στα ουγγρικά - tekintélyes, lehetséges, lehető, lehetővé, lehet, esetleges
  • δυο στα ουγγρικά - kettes, két, a két, kettő
  • δυσανάγνωστος στα ουγγρικά - olvashatatlan, olvashatatlanná, olvasható, nem olvasható, olvashatatlanul
  • δυσαρέσκεια στα ουγγρικά - kielégítetlenség, elhidegülés, elégedetlenség, neheztelés, nemtetszés, nemtetszését, haragját, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσάρεστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hálátlan, ellenszenves, kellemetlen, a kellemetlen, kellemetlennek, kellemetlenkedő