Δυσάρεστος στα τσεχικά

Μετάφραση: δυσάρεστος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemilý, odporný, mrzutý, protivný, nepříjemný, nepříjemné, nepříjemná, nepříjemnou
Δυσάρεστος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσάρεστος

δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικό γλώσσας τσεχικά, δυσάρεστος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δυνατός στα τσεχικά - rázný, mohutný, účinný, silný, silně, energický, vlivný, ...
  • δυο στα τσεχικά - dvojka, dvě, dva, dvou, dvěma
  • δυσανάγνωστος στα τσεχικά - nerozluštitelný, nečitelný, nečitelná, nečitelné, špatně čitelné, špatně čitelné z
  • δυσαρέσκεια στα τσεχικά - nepříjemnost, nepřátelství, nevole, nespokojenost, pohoršení, nelibost, nelibosti, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσάρεστος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nemilý, odporný, mrzutý, protivný, nepříjemný, nepříjemné, nepříjemná, nepříjemnou