Δυσάρεστος στα τούρκικα
Μετάφραση: δυσάρεστος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nahoş, nahoş bir, hoşa gitmeyen, hoş olmayan, disagreeable
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσάρεστος
δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικό γλώσσας τούρκικα, δυσάρεστος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δυνατός στα τούρκικα - katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, ...
- δυο στα τούρκικα - iki, iki adet, ikisi
- δυσανάγνωστος στα τούρκικα - okunaksız, okunamayan, okunamaz, okunamıyor, okunmaz, yazılar okunamıyor
- δυσαρέσκεια στα τούρκικα - hoşnutsuzluk, displeasure, bir hoşnutsuzluk, hoşnutsuzluğunu, öfke
Τυχαίες λέξεις
Δυσάρεστος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nahoş, nahoş bir, hoşa gitmeyen, hoş olmayan, disagreeable
Μεταφράσεις: nahoş, nahoş bir, hoşa gitmeyen, hoş olmayan, disagreeable