Καθυστερημένος στα εσθονικά

Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikaldane, aeglane, alaarenenud, aeglustavad, aeglustatud, aeglustatavat, väärakas
Καθυστερημένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος

καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθυστερημένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθρέφτης στα εσθονικά - peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
  • καθυστέρηση στα εσθονικά - ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
  • καθυστερούμενα στα εσθονικά - maksuvõlg, võlgnevused, võlgnevuste, võlgnevusi, viivised
  • καθυστερώ στα εσθονικά - arestima, pärssima, väärakas, viivitama, viivitus, viivituse, hilinemise, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pikaldane, aeglane, alaarenenud, aeglustavad, aeglustatud, aeglustatavat, väärakas