Καθυστερημένος στα τσεχικά

Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpětný, zdlouhavý, zpět, zpáteční, pomalý, opožděný, pozdní, zaostalý, retardovaný, retardované, zpomaleno
Καθυστερημένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος

καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, καθυστερημένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • καθρέφτης στα τσεχικά - odrážet, zrcadlo, Mirror, zrcátko, Zrcadlový, Zrcátka
  • καθυστέρηση στα τσεχικά - přepadení, otálet, odklad, meškat, váhat, přeložit, odložit, ...
  • καθυστερούμενα στα τσεχικά - resty, nedoplatky, nedoplatků, nedoplatek, doměrky
  • καθυστερώ στα τσεχικά - otálet, váhat, zdržet, odložit, retardovat, zdržení, meškat, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zpětný, zdlouhavý, zpět, zpáteční, pomalý, opožděný, pozdní, zaostalý, retardovaný, retardované, zpomaleno