Καθυστερημένος στα φινλανδικά

Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vitkasteleva, takaperin, taaksepäin, taakse, jörö, juro, jälkeenjäänyt, hidastunut, kehitysvammainen, hidastumista, kehitysvammaisten
Καθυστερημένος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος

καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καθυστερημένος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθρέφτης στα φινλανδικά - heijastaa, kuvastin, kajastaa, peili, Mirror, peilin, Peilit, ...
  • καθυστέρηση στα φινλανδικά - viipymä, lykkäys, hidastelu, vitkastelu, viivyttää, lykätä, siekailla, ...
  • καθυστερούμενα στα φινλανδικά - vajaus, maksamattomat velat, jälkikäteen, maksurästit, erääntyneet, maksurästejä
  • καθυστερώ στα φινλανδικά - kuhnailla, hölmö, viivyttää, viivästää, viivytellä, idiootti, pidättää, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vitkasteleva, takaperin, taaksepäin, taakse, jörö, juro, jälkeenjäänyt, hidastunut, kehitysvammainen, hidastumista, kehitysvammaisten