Καθυστερημένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разумова
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος
καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθυστερημένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καθρέφτης στα λευκορωσικά - люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
- καθυστέρηση στα λευκορωσικά - затрымка
- καθυστερούμενα στα λευκορωσικά - запазычанасць, запазычанасьць
- καθυστερώ στα λευκορωσικά - затрымка
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: разумова
Μεταφράσεις: разумова