Καθυστερημένος στα τούρκικα

Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engelli, geriliği, özürlü, retarded, geri zekalı
Καθυστερημένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος

καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθυστερημένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθρέφτης στα τούρκικα - ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar
  • καθυστέρηση στα τούρκικα - tehir, gecikme, geciktirmek, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
  • καθυστερούμενα στα τούρκικα - borç, borçları, borcu, vadesi geçmiş borçların, gecikmiş
  • καθυστερώ στα τούρκικα - geciktirmek, gecikme, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: engelli, geriliği, özürlü, retarded, geri zekalı