Καθυστερημένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laat, achterover, vergevorderd, achterlijk, vertraagde, vertraagd, achtergebleven, gehandicapt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος
καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθυστερημένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθρέφτης στα ολλανδικά - afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van
- καθυστέρηση στα ολλανδικά - uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, ...
- καθυστερούμενα στα ολλανδικά - achterstand, achterstallige, achterstallige betalingen, achterstanden, betalingsachterstanden
- καθυστερώ στα ολλανδικά - detineren, idioot, vertragen, reserveren, zwakhoofd, ophouden, vertraging, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: laat, achterover, vergevorderd, achterlijk, vertraagde, vertraagd, achtergebleven, gehandicapt
Μεταφράσεις: laat, achterover, vergevorderd, achterlijk, vertraagde, vertraagd, achtergebleven, gehandicapt