Καθυστερημένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszamaradt, retardált, fogyatékos, késleltetett, visszamaradott
Καθυστερημένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος

καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθυστερημένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καθρέφτης στα ουγγρικά - tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel
  • καθυστέρηση στα ουγγρικά - útonállás, késleltetés, késedelem, késleltetési, késés, késlekedés
  • καθυστερούμενα στα ουγγρικά - lemaradás, hátralék, hátralékok, elmaradt, utólag
  • καθυστερώ στα ουγγρικά - késedelem, késleltetés, késleltetési, késés, késlekedés
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: visszamaradt, retardált, fogyatékos, késleltetett, visszamaradott