Κατακλυσμός στα εσθονικά
Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulv, tulvavesi, veeuputus, kataklüsm, katastroof, kataklüsmiga, Loodusõnnetus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός
κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατακλυσμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατακάθι στα εσθονικά - muda, sete, setete, sette, settes, setted
- κατακεραυνώνω στα εσθονικά - võõrutussümptom, katakerafnono
- κατακλύζομαι στα εσθονικά - küsimustega, veeuputus, uputus, veeuputust, uputama, deluge
- κατακλύζω στα εσθονικά - pakk, tulv, pakkima, pakett, veeuputus, küsimustega, uputama, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tulv, tulvavesi, veeuputus, kataklüsm, katastroof, kataklüsmiga, Loodusõnnetus
Μεταφράσεις: tulv, tulvavesi, veeuputus, kataklüsm, katastroof, kataklüsmiga, Loodusõnnetus