Κατακλυσμός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катаклізм, катаклізмаў, катаклізмы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός
κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατακλυσμός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατακάθι στα λευκορωσικά - асадак, ўляганняў, уляганняў, выпаў
- κατακεραυνώνω στα λευκορωσικά - katakerafnono
- κατακλύζομαι στα λευκορωσικά - патоп, потоп
- κατακλύζω στα λευκορωσικά - душыць, падаўляць, прыгнятаць
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: катаклізм, катаклізмаў, катаклізмы
Μεταφράσεις: катаклізм, катаклізмаў, катаклізмы