Κατακλυσμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наводнение, катаклизъм, катаклизми, потоп
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός
κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατακλυσμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατακάθι στα βουλγαρικά - утайка, седимент, седименти, утайки, седимента
- κατακεραυνώνω στα βουλγαρικά - katakerafnono
- κατακλύζομαι στα βουλγαρικά - потоп, хидромонитори, наводнение, потопа
- κατακλύζω στα βουλγαρικά - наводнение, затрупвам, смаже, победиш, вземе превес, да смаже
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наводнение, катаклизъм, катаклизми, потоп
Μεταφράσεις: наводнение, катаклизъм, катаклизми, потоп