Κατακλυσμός στα πολωνικά

Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zalewać, potop, powódź, zalew, seria, kataklizm, katastrofa, kataklizmu, kataklizmem
Κατακλυσμός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός

κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, κατακλυσμός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κατακάθι στα πολωνικά - osadzanie, osadzenie, osad, osadów, osadu, osady, osadach
  • κατακεραυνώνω στα πολωνικά - suszyć, uwiędnąć, więdnąć, zwiędnąć, usychać, zamierać, katakerafnono
  • κατακλύζομαι στα πολωνικά - ostrzeliwać, bombardować, zarzucać, potop, zalew, zalewowego, potopu, ...
  • κατακλύζω στα πολωνικά - stado, zatapiać, upakować, bombardować, zarzucać, uszczelniać, ostrzeliwać, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zalewać, potop, powódź, zalew, seria, kataklizm, katastrofa, kataklizmu, kataklizmem