Κατακλυσμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατακλυσμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overstroming, vloed, zondvloed, inundatie, watersnood, watervloed, natuurramp, omwenteling, ramp, cataclysme, cataclysm
Κατακλυσμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακλυσμός

κατακλυσμός του νώε, κατακλυσμός συνώνυμο, κατακλυσμός 2014, κατακλυσμός του δευκαλίωνα, κατακλυσμός του ωγύγου, κατακλυσμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατακλυσμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατακάθι στα ολλανδικά - bezinksel, afzetting, neerslag, sediment, sedimenten, het sediment
  • κατακεραυνώνω στα ολλανδικά - verflensen, kwijnen, verdorren, katakerafnono
  • κατακλύζομαι στα ολλανδικά - bombarderen, bekogelen, beschieten, stortvloed, zondvloed, vloed, deluge, ...
  • κατακλύζω στα ολλανδικά - vloed, verpakken, inundatie, bekogelen, watervloed, schare, tas, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλυσμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overstroming, vloed, zondvloed, inundatie, watersnood, watervloed, natuurramp, omwenteling, ramp, cataclysme, cataclysm