Μάχομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võitlus, võitlema, võitluse, võitluses, võitlust, võitlemise
Μάχομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάχομαι

μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, μάχομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μάτσο στα εσθονικά - pundar, kamp, koondama, kimp, kobar, punt, hunnik
  • μάχη στα εσθονικά - lahingutegevus, sõdima, lahing, võitlema, võitlus, lahingu, lahingus, ...
  • μέγαιρα στα εσθονικά - elusalõikus, vivisektsioon, elusalahkamine, karihiir, Äkäpussi
  • μέγαρο στα εσθονικά - mõis, härrastemaja, häärber, Mansion, mõisa
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võitlus, võitlema, võitluse, võitluses, võitlust, võitlemise