Μάχομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savaş, savaşmak, muharebe, kavga, mücadele, dövüş, mücadeleyi
Μάχομαι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάχομαι

μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, μάχομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μάτσο στα τούρκικα - küme, paket, demet, grup, sürü, avuç, bir demet
  • μάχη στα τούρκικα - savaş, muharebe, savaşmak, mücadele, çarpışmak, battle, savaşı, ...
  • μέγαιρα στα τούρκικα - şirret, shrew, faresi, kır faresi, cadı kadın
  • μέγαρο στα τούρκικα - saray, konak, mansion, konağı, bir konak, köşk
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: savaş, savaşmak, muharebe, kavga, mücadele, dövüş, mücadeleyi