Μάχομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harcképesség, küzdelem, harc, küzdelemben, küzdelmet, harcot
Μάχομαι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάχομαι

μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μάχομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μάτσο στα ουγγρικά - konda, ércfészek, csokor, boly, batyu, csomó, csapat, ...
  • μάχη στα ουγγρικά - harcképesség, küzdelem, csata, csatát, csatában, harc, harci
  • μέγαιρα στα ουγγρικά - cickány, hölgy, Shrew, hárpia, Kata
  • μέγαρο στα ουγγρικά - kastély, Mansion, kúria, kastélyt, kúriában
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: harcképesség, küzdelem, harc, küzdelemben, küzdelmet, harcot