Συμμέτοχος στα εσθονικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osavõtja, osaleja, osalejale, osaline, osalejal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, συμμέτοχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα εσθονικά - volikogu, nõukogu, nõukogule, Ülemkogu, nõukogus
- συμβόλαιο στα εσθονικά - suruma, leping, lepingu, lepingus, lepinguga, lepingut
- συμμαχία στα εσθονικά - allianss, liit, Alliance, alliansi, liitu, Alliance'i
- συμμαχικός στα εσθονικά - ühinenud, liitlas-, suguluses, Allied, liitlasriikide, liitlaste
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: osavõtja, osaleja, osalejale, osaline, osalejal
Μεταφράσεις: osavõtja, osaleja, osalejale, osaline, osalejal