Συμμέτοχος στα λιθουανικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalyvis, dalyvio, dalyviu, dalyviui, dalyvė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμμέτοχος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα λιθουανικά - taryba, Tarybos, Vadovų Taryba, tarybą, Tarybai
- συμβόλαιο στα λιθουανικά - kontraktas, sudaryti, sutartis, sutarties, sutartį, sutartyje
- συμμαχία στα λιθουανικά - susivienijimas, aljansas, Alliance, sąjunga, aljanso, aljansą
- συμμαχικός στα λιθουανικά - sąjungininkų, Allied, giminingų, artimas, Aliancki
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dalyvis, dalyvio, dalyviu, dalyviui, dalyvė
Μεταφράσεις: dalyvis, dalyvio, dalyviu, dalyviui, dalyvė