Συμμέτοχος στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
учасник, учасниця, учасника
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμμέτοχος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα ουκρανικά - нараду, рада, синедріон, нарада, порада, раду, пораду, ...
- συμβόλαιο στα ουκρανικά - контракт, угода, підрядний, умова, договір
- συμμαχία στα ουκρανικά - згуртування, союз, об'єднання, альянс, альянсу
- συμμαχικός στα ουκρανικά - родинний, союзний, об'єднаний, споріднений, союзного, союзну
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: учасник, учасниця, учасника
Μεταφράσεις: учасник, учасниця, учасника