Συμμέτοχος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
participante, participantes, dos participantes, participante do
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμμέτοχος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα πορτογαλικά - conselho, concílio, conselho de, município
- συμβόλαιο στα πορτογαλικά - contrair, contratar, contrato, contratos, contrato de, do contrato, contratual
- συμμαχία στα πορτογαλικά - aliança, Alliance, da aliança, aliança de, alianças
- συμμαχικός στα πορτογαλικά - aliado, aliada, Allied, aliados, aliadas
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: participante, participantes, dos participantes, participante do
Μεταφράσεις: participante, participantes, dos participantes, participante do