Σύντομος στα ισλανδικά
Μετάφραση: σύντομος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bráðum, bráðlega, brátt, stutt, stutta, stuttu máli, stuttlega, stuttar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύντομος
σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος αντίθετο, σύντομος εισαγωγή εις την παλαιάν διαθήκη, σύντομος δρόμος, σύντομος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σύντομος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σύντμηση στα ισλανδικά - skammstöfun, skammstöfun þess
- σύντομα στα ισλανδικά - bráðlega, bráðum, brátt, fljótlega, fljótt, leið
- σύντροφος στα ισλανδικά - félagi, förunautur, félaga
- σύριγγα στα ισλανδικά - sprautu, sprauta, sprautuna, sprautan, sprautunni
Τυχαίες λέξεις
Σύντομος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bráðum, bráðlega, brátt, stutt, stutta, stuttu máli, stuttlega, stuttar
Μεταφράσεις: bráðum, bráðlega, brátt, stutt, stutta, stuttu máli, stuttlega, stuttar