Τσιγκουνεύομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: τσιγκουνεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööülesanne, viivitus, ihnutsema, Pihistellä, lühiaegset, boksipeatust
Τσιγκουνεύομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκουνεύομαι

τσιγκουνεύομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, τσιγκουνεύομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τσιγαρίζω στα εσθονικά - pragisema, särisema, särin, pruunistatud, röstimine, saute, pruunistama, ...
  • τσιγκλώ στα εσθονικά - sorkima, kukkur, torkama, Ciglane
  • τσιγκουνιά στα εσθονικά - niggardliness
  • τσιγκούνης στα εσθονικά - õel, tähendama, kondine, ihne, kitsi, napp, kitsid, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκουνεύομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tööülesanne, viivitus, ihnutsema, Pihistellä, lühiaegset, boksipeatust