Τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσιγκουνεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмеження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγκουνεύομαι
τσιγκουνεύομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσιγαρίζω στα ουκρανικά - сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, ...
- τσιγκλώ στα ουκρανικά - отрути, Ciglane
- τσιγκουνιά στα ουκρανικά - скупість, скнарість, жадібність, скупость
- τσιγκούνης στα ουκρανικά - худорлявий, скупий, солодкомовний, жадібний, скупою, скупої, скупій
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обмеження
Μεταφράσεις: обмеження