Τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: τσιγκουνεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara
Τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκουνεύομαι

τσιγκουνεύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • τσιγαρίζω στα ιταλικά - sfrigolare, Saute, soffriggere, Soffritto, il saute, Far saltare
  • τσιγκλώ στα ιταλικά - colpire, urtare, battere, Ciglane
  • τσιγκουνιά στα ιταλικά - cupidigia, avarizia, bramosia, avidità, parsimonia, niggardliness
  • τσιγκούνης στα ιταλικά - taccagno, cattivo, avaro, esoso, medio, tirchio, secco, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara