Όσχεο στα εσθονικά
Μετάφραση: όσχεο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
munandikott, skrootum, skrootumil, munandikotil, munandit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσχεο
στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο λεξικό γλώσσας εσθονικά, όσχεο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- όροφος στα εσθονικά - istungisaal, korrus, alampiir, põrand, korrusel, põranda, sõna
- όσιος στα εσθονικά - püha, õnnistatud, Õnnis, Blessed, Pühima, Kiidetava
- όταν στα εσθονικά - kui, mil
- όφελος στα εσθονικά - kasu, toetus, kasuks, kasulikkuse, hüvitistega, kasulikkus
Τυχαίες λέξεις
Όσχεο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: munandikott, skrootum, skrootumil, munandikotil, munandit
Μεταφράσεις: munandikott, skrootum, skrootumil, munandikotil, munandit