Όσχεο στα ρωσικά
Μετάφραση: όσχεο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мошонка, мошонки, мошонку, мошонке, мошонкой
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσχεο
στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο λεξικό γλώσσας ρωσικά, όσχεο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- όροφος στα ρωσικά - рига, пол, настил, ярус, этаж, перекрытие, этаже, ...
- όσιος στα ρωσικά - священный, святой, сакраментальный, нетронутый, неприкосновенный, благословенный, Блажен, ...
- όταν στα ρωσικά - никогда, когда, тогда, при, если
- όφελος στα ρωσικά - выгода, прибыль, благо, помогать, бенефис, выиграть, вспомоществование, ...
Τυχαίες λέξεις
Όσχεο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мошонка, мошонки, мошонку, мошонке, мошонкой
Μεταφράσεις: мошонка, мошонки, мошонку, мошонке, мошонкой