Όσχεο στα ουκρανικά
Μετάφραση: όσχεο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мошонка, калитка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσχεο
στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, όσχεο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- όροφος στα ουκρανικά - підлога, ярус, поверх, нитковидний, ий поверх
- όσιος στα ουκρανικά - святою, священний, святій, святої, недоторканий, благословенний, Благословенне, ...
- όταν στα ουκρανικά - щенята, коли, колись
- όφελος στα ουκρανικά - допомагати, допомога, вигода, користь, зиск, перевага
Τυχαίες λέξεις
Όσχεο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мошонка, калитка
Μεταφράσεις: мошонка, калитка