Όσχεο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: όσχεο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσχεο
στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όσχεο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- όροφος στα πορτογαλικά - inundar, assoalho, soalho, andar, inundação, pavimento, banhar, ...
- όσιος στα πορτογαλικά - sacro, sagrado, santo, abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, ...
- όταν στα πορτογαλικά - roda, quando, ao, em, que
- όφελος στα πορτογαλικά - benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação
Τυχαίες λέξεις
Όσχεο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal
Μεταφράσεις: escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal