Όσχεο στα λιθουανικά
Μετάφραση: όσχεο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapšelis, kapšelio, scrotum
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσχεο
στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, όσχεο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- όροφος στα λιθουανικά - aukštas, grindys, grindų, aukšte, Floor
- όσιος στα λιθουανικά - palaimintas, Švč, Švenčiausioji, Palaiminti
- όταν στα λιθουανικά - kai, jei, kada
- όφελος στα λιθουανικά - nauda, naudos, išmoka, naudą, pašalpa
Τυχαίες λέξεις
Όσχεο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kapšelis, kapšelio, scrotum
Μεταφράσεις: kapšelis, kapšelio, scrotum