Γευματίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: γευματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borða, borðað, snæða, að snæða, snætt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γευματίζω
γευματίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γευματίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γερουσιαστής στα ισλανδικά - Senator, öldungaráðsmaður, þingmaður, senator Trjásvarri, öldungadeildarþingmaður
- γερός στα ισλανδικά - hljóma, digur, hljóð, traustur, frískur, skoppar, skoppandi, ...
- γευστικός στα ισλανδικά - bragðgóður, góður, ljúffengur, bragðgóð
- γεφυρώνω στα ισλανδικά - brú, Bridge, brúin
Τυχαίες λέξεις
Γευματίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: borða, borðað, snæða, að snæða, snætt
Μεταφράσεις: borða, borðað, snæða, að snæða, snætt