Γευματίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: γευματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dineren, te dineren, eten, dineer, dineert
Γευματίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γευματίζω

γευματίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γευματίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γερουσιαστής στα ολλανδικά - senator, Senator is, Senator van
  • γερός στα ολλανδικά - gerucht, krachtig, stoer, gaan, weerklinken, gezet, hecht, ...
  • γευστικός στα ολλανδικά - smakelijk, lekker, fijn, smakelijke, lekkere, heerlijke
  • γεφυρώνω στα ολλανδικά - commandobrug, brug, bridge, brug van, de Brug, de Brug van
Τυχαίες λέξεις
Γευματίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dineren, te dineren, eten, dineer, dineert