Ελικοειδής στα ισλανδικά

Μετάφραση: ελικοειδής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
helical, gormfjöður, skrúfulínumyndað
Ελικοειδής στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελικοειδής

ελικοειδής κίνηση, ελικοειδής κεραία, ελικοειδής αξονική τομογραφία, ελικοειδής σκάλα, ελικοειδής κολίτιδα, ελικοειδής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ελικοειδής στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελιά στα ισλανδικά - ólífuolía, Olive, ólífu, olíuviði, olíuviðarblað í
  • ελιγμός στα ισλανδικά - maneuver, flugbragð, stjórnun er gerð, stjórnun er, módeli
  • ελικόπτερο στα ισλανδικά - þyrla, þyrlu, Göngu-, með þyrlu, þyrlan
  • ελκυστικός στα ισλανδικά - aðlaðandi, aðlaðandi fyrir, spennandi
Τυχαίες λέξεις
Ελικοειδής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: helical, gormfjöður, skrúfulínumyndað