Ελικοειδής στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελικοειδής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spiraal, spiraalvormig, schroefvormig, spiraalvormige, schroefvormige
Ελικοειδής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελικοειδής

ελικοειδής κίνηση, ελικοειδής κεραία, ελικοειδής αξονική τομογραφία, ελικοειδής σκάλα, ελικοειδής κολίτιδα, ελικοειδής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελικοειδής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελιά στα ολλανδικά - olijf, olijf-, olijfolie, olijfgroen, olijven
  • ελιγμός στα ολλανδικά - manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling
  • ελικόπτερο στα ολλανδικά - helikopter, helicopter, helikopters, helikopter van, de helikopter
  • ελκυστικός στα ολλανδικά - aanlokkelijk, aantrekkelijk, aantrekkelijke, aantrekkelijker, mooie, mooi
Τυχαίες λέξεις
Ελικοειδής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spiraal, spiraalvormig, schroefvormig, spiraalvormige, schroefvormige