Εμπόδιο στα ισλανδικά

Μετάφραση: εμπόδιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hindrun, hindrun í vegi, vegi, erfiðleikar, erfiðleikar við
Εμπόδιο στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπόδιο

εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, εμπόδιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμπόδιο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμπριμέ στα ισλανδικά - prenta, letur, chintz
  • εμπρός στα ισλανδικά - framur, fram, áfram, fram á, hlakka, fram á við
  • εμπόρευμα στα ισλανδικά - verslunarvara, vöru, hrávöru, hrávörumarkaði
  • εμπόριο στα ισλανδικά - verslun, viðskipti, viðskiptum, viðskipta, viðskiptaheiti
Τυχαίες λέξεις
Εμπόδιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hindrun, hindrun í vegi, vegi, erfiðleikar, erfiðleikar við