Εμπόδιο στα τούρκικα
Μετάφραση: εμπόδιο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόδιο
εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, εμπόδιο λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπόδιο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμπριμέ στα τούρκικα - basmak, basma, chintz, perdelik kumaş, çinz, de basma
- εμπρός στα τούρκικα - ileri, ileriye, öne, ileriye doğru, vadeli
- εμπόρευμα στα τούρκικα - eşya, emtia, mal, meta, malın
- εμπόριο στα τούρκικα - zanaat, ticaret, ticari, ticareti, İş, ticaretin
Τυχαίες λέξεις
Εμπόδιο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli
Μεταφράσεις: engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli