Εμπόδιο στα ουγγρικά
Μετάφραση: εμπόδιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggátlás, akadály, sorompó, korlát, akadályt, gát
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόδιο
εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, εμπόδιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμπόδιο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εμπριμέ στα ουγγρικά - festett vászon, a festett vászon
- εμπρός στα ουγγρικά - csatár, tovább, előre, elő, előrehalad, határidős, forward
- εμπόρευμα στα ουγγρικά - árucikk, áru, nyersanyagárak, árutőzsdei, nyersanyagok
- εμπόριο στα ουγγρικά - kereskedelem, kereskedelmi, kereskedelmet, kereskedelemre, kereskedelemben
Τυχαίες λέξεις
Εμπόδιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: meggátlás, akadály, sorompó, korlát, akadályt, gát
Μεταφράσεις: meggátlás, akadály, sorompó, korlát, akadályt, gát