Εμπόδιο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εμπόδιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barreira, barreira de, de barreira, obstáculo, barreiras
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόδιο
εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, εμπόδιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπόδιο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εμπριμέ στα πορτογαλικά - cópia, imprimir, estampar, princípio, chintz, chita, de chintz, ...
- εμπρός στα πορτογαλικά - quarenta, avante, despachar, expedir, adiante, para a frente, à frente, ...
- εμπόρευμα στα πορτογαλικά - mercadoria, Commodity, commodities, mercadorias, de commodities
- εμπόριο στα πορτογαλικά - tractor, comércio, ofício, arte, profissão, transacção, indústria, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόδιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: barreira, barreira de, de barreira, obstáculo, barreiras
Μεταφράσεις: barreira, barreira de, de barreira, obstáculo, barreiras