Εμπόδιο στα ρουμανικά
Μετάφραση: εμπόδιο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obstacol, barieră, bariera, bariere, de barieră
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόδιο
εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, εμπόδιο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμπόδιο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εμπριμέ στα ρουμανικά - creton, chintz, de creton
- εμπρός στα ρουμανικά - înainte, nerăbdare, cu nerăbdare, înaintează, nerabdare
- εμπόρευμα στα ρουμανικά - produs, marfă, mărfuri, marfa, de mărfuri
- εμπόριο στα ρουμανικά - schimba, alizee, meserie, comerţ, schimb, comerț, comerțului, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόδιο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: obstacol, barieră, bariera, bariere, de barieră
Μεταφράσεις: obstacol, barieră, bariera, bariere, de barieră