Καρπός στα ισλανδικά
Μετάφραση: καρπός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ávöxtur, aldin, ávöxtum, ávextir, ávexti, Fruit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρπός
καρπός δάφνης, καρπός χεριού, καρπός στα αγγλικά, καρπός κόλα, καρπός δρύπη, καρπός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καρπός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καρπαζώνω στα ισλανδικά - clout, kraft
- καρποφόρος στα ισλανδικά - frjósöm, ávaxtaríkt, frjósamur, frjósaman, ber ávöxt
- καρτέρι στα ισλανδικά - fyrirsát, gildru, gildra, gildran, Trap
- καρτερία στα ισλανδικά - þreyja, þrek, úthald, þolgæði, þol, þolgæðið
Τυχαίες λέξεις
Καρπός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ávöxtur, aldin, ávöxtum, ávextir, ávexti, Fruit
Μεταφράσεις: ávöxtur, aldin, ávöxtum, ávextir, ávexti, Fruit