Καρπός στα φινλανδικά
Μετάφραση: καρπός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hedelmä, hedelmät, hedelmien, hedelmiä, hedelmä-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρπός
καρπός δάφνης, καρπός χεριού, καρπός στα αγγλικά, καρπός κόλα, καρπός δρύπη, καρπός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καρπός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- καρπαζώνω στα φινλανδικά - riepu, vaikutusvalta, painoarvoa, vaikutusvaltaa, painoarvo, vaikutusvaltaansa
- καρποφόρος στα φινλανδικά - antoisa, hedelmällinen, viljava, kukkea, hedelmällistä, hedelmällisen, hedelmällisiä, ...
- καρτέρι στα φινλανδικά - väijyä, ansa, ansaan, trap, ansan, erottimen
- καρτερία στα φινλανδικά - maltti, kärsivällisyys, pasianssi, kestävyys, kestävyyttä, endurance, jaksamiseen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρπός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hedelmä, hedelmät, hedelmien, hedelmiä, hedelmä-
Μεταφράσεις: hedelmä, hedelmät, hedelmien, hedelmiä, hedelmä-