Καρπός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καρπός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плодот, овошје, овошни, плодови, плод, овошен
Καρπός στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρπός

καρπός δάφνης, καρπός χεριού, καρπός στα αγγλικά, καρπός κόλα, καρπός δρύπη, καρπός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καρπός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καρπαζώνω στα σλαβομακεδονικά - моќ, сила, влијание, влијание за, сила за
  • καρποφόρος στα σλαβομακεδονικά - плодна, плодната, плоден, плодни, плодотворна
  • καρτέρι στα σλαβομακεδονικά - стапица, стапицата, замка, замката, фатат
  • καρτερία στα σλαβομακεδονικά - издржливост, на издржливост, издржливоста, истрајност, истрајноста
Τυχαίες λέξεις
Καρπός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: плодот, овошје, овошни, плодови, плод, овошен