Κερδοσκοπία στα ισλανδικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilgáta, vangaveltur, vangaveltur um, spákaupmennska
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κερδοσκοπία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα ισλανδικά - afla, vinna, Win, Vinndu, sigur, vinna til
- κερδομανής στα ισλανδικά - kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα ισλανδικά - íhugandi, spákaupmennska, spákaupmanna, spákaupmennsku, gróðabralls-
- κερδοσκοπώ στα ισλανδικά - profiteer
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tilgáta, vangaveltur, vangaveltur um, spákaupmennska
Μεταφράσεις: tilgáta, vangaveltur, vangaveltur um, spákaupmennska