Κερδοσκοπία στα πολωνικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spekulacja, myślenie, rozważanie, geszeft, rozmyślanie, domysł, spekulacje, spekulacji, spekulacją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας πολωνικά, κερδοσκοπία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα πολωνικά - wygrywać, wygrać, zarobić, dosięgać, wygrywanie, zwyciężyć, wygrana, ...
- κερδομανής στα πολωνικά - zachłanny, łapczywy, drapieżczy, kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα πολωνικά - badawczy, spekulatywny, teoretyczny, spekulacyjny, spekulacyjne, spekulacyjnych, spekulatywna
- κερδοσκοπώ στα πολωνικά - spekulować, rozmyślać, rozważać, paskarz, spekulant, geszefciarz, paskować
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: spekulacja, myślenie, rozważanie, geszeft, rozmyślanie, domysł, spekulacje, spekulacji, spekulacją
Μεταφράσεις: spekulacja, myślenie, rozważanie, geszeft, rozmyślanie, domysł, spekulacje, spekulacji, spekulacją