Κερδοσκοπία στα λιθουανικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κερδοσκοπία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα λιθουανικά - įgyti, pasiekti, uždirbti, laimėti, laimėjimas, Laimėk, Win, ...
- κερδομανής στα λιθουανικά - kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα λιθουανικά - spekuliacinis, spekuliacinių, spekuliacinio, spekuliatyvūs, spekuliatyvus
- κερδοσκοπώ στα λιθουανικά - spekuliantas, Paskarz, Spekulant, Spekulants, Geszefciarz
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas
Μεταφράσεις: spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas