Κερδοσκοπία στα ιταλικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speculazione, speculazioni, la speculazione, ipotesi, le speculazioni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας ιταλικά, κερδοσκοπία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα ιταλικά - guadagnare, vincita, vincere, vittoria, Win, successo
- κερδομανής στα ιταλικά - cupido, avido, kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα ιταλικά - speculativo, speculativa, speculative, speculativi, speculazione
- κερδοσκοπώ στα ιταλικά - meditare, speculare, riflettere, profittatore, approfittatore, profiteer, speculatore, ...
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: speculazione, speculazioni, la speculazione, ipotesi, le speculazioni
Μεταφράσεις: speculazione, speculazioni, la speculazione, ipotesi, le speculazioni