Νόμιμος στα ισλανδικά
Μετάφραση: νόμιμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lagalega, löglegur, lagaleg, löglegt, Lagalegir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμιμος
νόμιμος λόγος ευθύνης, νόμιμος εκπρόσωπος σωματείου, νόμιμος εκπρόσωπος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2014, νόμιμος πληθυσμός 2011, νόμιμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νόμιμος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- νόμιζα στα ισλανδικά - hugsun, hélt, talið, hélt að, hugsaði
- νόμιμα στα ισλανδικά - löglega, lagalega, lögum, löglegan
- νόμισμα στα ισλανδικά - gjaldeyrir, gjaldmiðill, mynt, gjaldmiðillinn, gjaldmiðli, gjaldmiðil
- νόμος στα ισλανδικά - lög, lögum, lögmál, Lögin, lögmálið
Τυχαίες λέξεις
Νόμιμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lagalega, löglegur, lagaleg, löglegt, Lagalegir
Μεταφράσεις: lagalega, löglegur, lagaleg, löglegt, Lagalegir