Νόμιμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: νόμιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewettigd, rechtmatig, echt, legitiem, wettelijk, legaal, wettig, juridische, wettelijke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμιμος
νόμιμος λόγος ευθύνης, νόμιμος εκπρόσωπος σωματείου, νόμιμος εκπρόσωπος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2014, νόμιμος πληθυσμός 2011, νόμιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νόμιμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νόμιζα στα ολλανδικά - benul, begrip, zin, advies, opinie, voorstelling, oordeel, ...
- νόμιμα στα ολλανδικά - wettelijk, legaal, juridisch, rechtsgeldig, wettig
- νόμισμα στα ολλανδικά - valuta, munt, munteenheid, geld
- νόμος στα ολλανδικά - wet, jurisprudentie, politie, recht, wetgeving, rechtspraak, de wet
Τυχαίες λέξεις
Νόμιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gewettigd, rechtmatig, echt, legitiem, wettelijk, legaal, wettig, juridische, wettelijke
Μεταφράσεις: gewettigd, rechtmatig, echt, legitiem, wettelijk, legaal, wettig, juridische, wettelijke