Προκόβω στα ισλανδικά
Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blómstra, dafna, að blómstra, blómgast, blómstra á
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκόβω
προκόβω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προκόβω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προκρίνομαι στα ισλανδικά - kjósa, vilja, frekar, vilt, kýst
- προκυμαία στα ισλανδικά - Waterfront, sjávarbakkann, við sjávarbakkann, sjávarsíðu
- προκύπτω στα ισλανδικά - renna, safna, rennur, safnar, falla til
- προλέγω στα ισλανδικά - foretell, spá fyrir, spá fyrir um
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: blómstra, dafna, að blómstra, blómgast, blómstra á
Μεταφράσεις: blómstra, dafna, að blómstra, blómgast, blómstra á